-
1 κηδεία
κηδεία, ἡ, 1) Bestattung eines Todten, Leichenbegängniß; νέκυος Ap. Rh. 2, 836; D. Hal. 3, 21. 6, 96 u. a. Sp. – 2) Verwandtschaft, Verschwägerung; οὐκ ἐγγενῆ ξυνῆψα κηδείαν δόμοις Eur. Suppl. 134; συνάγειν ἀνϑρώπους εἰς κηδείαν Xen. Hem. 2, 6, 36; ἡ πρός τινα κηδεία Arist. pol. 5, 7; διὰ κηδείαν καὶ συγγένειαν D. Hal. 3, 29.
См. также в других словарях:
ποιώ — (I) ποιῶ, έω, ΝΜΑ, αιολ. τ. πόημι, δωρ. τ. ποιFέω, αττ. τ. ποῶ, Α 1. δημιουργώ, δίνω ύπαρξη σε κάτι (α. «ὁ πάλαι ἐξ οὐδενὸς ποιήσας τὰ σύμπαντα», Μηναί. β. «ἐν ἀρχῇ ἐποίησεν ὁ Θεὸς τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν», ΠΔ γ. «χρύσεον μὲν πρώτιστα γένος… … Dictionary of Greek
επιτάφιος — Ιερό χριστιανικό άμφιο από πολύτιμο ύφασμα. Είναι ορθογώνιο και πάνω σε αυτό είναι κεντημένη η εικόνα του Ιησού στον τάφο και γύρω η Θεοτόκος, ο Ιωάννης, οι μυροφόρες και άγγελοι που θρηνούν. Προέρχεται από ένα ιερό άμφιο του 12ου αι., τον αέρα.… … Dictionary of Greek